- ἀϊκτήρ
- ἀϊκτήρ [pron. full] [ᾱ], ῆρος, ὁ, ([etym.] ἀΐσσω)A swift-rushing, darting,
σκορπίος Opp. H.1.171
;ἀστέρες Nonn.D.2.192
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκορπίος Opp. H.1.171
;ἀστέρες Nonn.D.2.192
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.